- Στρατωνίδης
- ὁ, Α(ως κωμικό πατρων.) γιος τού στρατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, πιθ. μέσω αμάρτυρου στρατών, με επίθημα -ίδης (πρβλ. Γναθων-ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Στρατωνίδης — Son of a Gun masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατωνίδου — Στρατωνίδης Son of a Gun masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)